- λάντζα
- η(λ. ιταλ.), μεγάλο δοχείο για πλύσιμο πιάτων και μαγειρικών σκευών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λάντζα — (I) και λάντσα, η 1. στρογγυλό δοχείο ή καζάνι που χρησίμευε για το πλύσιμο τών πιάτων και τών μαγειρικών σκευών 2. το πλύσιμο αυτών τών αντικειμένων («σήμερα πρέπει να κάνεις εσύ τη λάντζα») 3. μικρή βάρκα για μεταφορά επιβατών και φορτίων, από… … Dictionary of Greek
Πάργα — Ιστορική μικρή πόλη της Ηπείρου στο νομό Πρεβέζης, στην ακτή του Ιονίου. Γραφική, με κατάλοιπα της πλούσιας ιστορίας της, αποτελεί αξιόλογο τουριστικό κέντρο. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου στον οποίο υπάγονται οι κοινότητες Αγιάς, Ανθούσης και… … Dictionary of Greek
λάντσα — η βλ. λάντζα (Ι) … Dictionary of Greek
λαντζιέρης — και λαντζέρης, ο, θηλ. λαντζιέρα και λαντζιέρισσα ο βοηθός μαγειρείου που πλένει τα πιάτα και τα μαγειρικά σκεύη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάντζα (Ι) κατά τα καμαριέρης, καμηλ ιέρης] … Dictionary of Greek